ΜΕΘΥΜΝΑΙΟΣ: ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΙΩΝ

«Μεθυμναίος», που σημαίνει ο υμνηθείς με κρασί, ήταν ένα από τα πολλά ονόματα του Διονύσου, θεού του κρασιού. Το πολυβραβευμένο βιολογικό οινοποιείο Μεθυμναίος βρίσκεται στα Χύδηρα, χωριό της δυτικής Λέσβου.

Ο ιδιοκτήτης του οινοποιείου, οινοποιός, αμπελουργός και διευθύνων Δρ. Γιάννης Λάμπρου έχει συγκεντρώσει διεθνή εμπειρία και εις βάθος γνώση των τεχνών μέσω των ανωτέρου επιπέδου σπουδών του στον κινηματογράφο, το θέατρο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία και την Ελλάδα. Ο Γιάννης Λάμπρου, εκτός από τη μητρική του ελληνική γλώσσα, γνωρίζει άπταιστα αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά και έχει ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο

Από το 2002 παράγονται στο οινοποιείο υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Λάμπρου τρία βιολογικά κρασιά, ο πορτοκαλί, ο ερυθρός και ο λευκός Μεθυμναίος, όλα από τη σπάνια ποικιλία σταφυλιού Χυδηριώτικο, γηγενή της Λέσβου, η οποία καλλιεργείται αποκλειστικά πάνω στη λάβα του ηφαιστειογενούς δυτικού τμήματος του νησιού. Το πολύ ιδιαίτερο αυτό έδαφος δίνει στους τρεις βιολογικούς Μεθυμναίου ξεχωριστή ορυκτότητα

Από την ίδρυσή του το 1985 το βιολογικό οινοποιείο Μεθυμναίος εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο σε μία διεθνώς προσανατολισμένη, δυναμική, υψηλού επιπέδου παραγωγική μονάδα, συνδυάζοντας επιχειρηματικότητα με έρευνα και ανάπτυξη σε ένα ακριτικό νησί που μαστίζεται εδώ και χρόνια από την ανεργία και την προσφυγική κρίση, προσελκύοντας επισκέπτες με τις ξεναγήσεις και τις γευσιγνωσίες που προσφέρονται στους χώρους του, αλλά και εξάγοντας τα τρία του κρασιά, με τις εξαγωγές σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελβετία, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, ο Καναδάς, η Κίνα και η Ρωσία να αντιστοιχούν από το 2019 στο 65% του ετήσιου τζίρου του οινοποιείου

Το βιολογικό οινοποιείο Μεθυμναίος ιδρύθηκε από τον διανοούμενο, συγγραφέα και εκδότη Δημήτρη Λάμπρου, πατέρα του Γιάννη Λάμπρου, το 1985. Ήταν η χρονιά που ο Δημήτρης Λάμπρου φύτεψε τον πρώτο εξαρχής σχεδιασμένο για επαγγελματική παραγωγή κρασιού αμπελώνα της Λέσβου αποκλειστικά με την ποικιλία οιναμπέλου Χυδηριώτικο. Αυτός ο αμπελώνας φυτεύτηκε πάνω στη λάβα ενός σβησμένου ηφαιστείου στην περιοχή των Χυδήρων, η οποία περιέχει μεγάλα ποσοστά θείου και θειικού χαλκού, με τον διττό σκοπό να αναβιώσει στη Λέσβο το σχεδόν εξαφανισμένο Χυδηριώτικο και την αρχαία τέχνη της οινοποιίας, η οποία ήταν τότε ανύπαρκτη σε ένα νησί που ήταν και παραμένει η παγκόσμια πρωτεύουσα του ούζου. Πηγή έμπνευσης για τον διανοούμενο Δημήτρη Λάμπρου ήταν η αρχαία ένδοξη οινοποιητική παράδοση της Λέσβου και της περιοχής των Χυδήρων, την οποία είχε επαληθεύσει ο αρχαίος λίθινος φαλλός που είχε βρεθεί το 1959 κοντά στο Βιολογικό Οινοποιείο Μεθυμναίος, ο οποίος εκτίθεται σήμερα στο οινοποιείο. Όταν το 1985 φυτεύτηκε ο αμπελώνας του Μεθυμναίου, η αρχαία αυτή οινοποιητική παράδοση είχε φτάσει στο σημείο μηδέν, καθώς η παραγωγή σταφυλιών και κρασιού στη Λέσβο ήταν τότε ουσιαστικά ανύπαρκτη, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Δημήτρη Λάμπρου να ιδρύσει πάλι στα Χύδηρα το 1994 την οινοποιητική μονάδα του Μεθυμναίου, η οποία πρωτολειτούργησε το 1997 εξοπλισμένη με την τελευταία τεχνολογία οινοποιίας

Το πρώτο επαγγελματικά φτιαγμένο κρασί της Λέσβου, ο ερυθρός Μεθυμναίος του 1997, εμφιαλώθηκε τον Ιούλιο του 1999 και αμέσως μετά άρχισε να πουλιέται στην ελληνική αγορά. Ήταν ένα από τα πρώτα ελληνικά κρασιά που είχαν την πιστοποίηση «από σταφύλια βιολογικής γεωργίας» βάσει του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2092/1991 για τη βιολογική παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Ακολούθως, το 2002, ο Μεθυμναίος ήταν ένα από τα πρώτα ελληνικά οινοποιεία που άνοιξαν τις πόρτες τους για ξεναγήσεις. Το 2005 ήταν το πρώτο οινοποιείο που εξήγαγε εκτός Ελλάδας κρασί φτιαγμένο στη Λέσβο. Το 2008 ο λευκός Μεθυμναίος έλαβε το πρώτο βραβείο που έλαβε ποτέ κρασί παραγόμενο στη Λέσβο. Το 2010, μετά από αίτηση που είχε καταθέσει ο Γιάννης Λάμπρου στο Ελληνικό Υπουργείο Γεωργίας κάποια χρόνια πριν, τα κρασιά του Μεθυμναίου χαρακτηρίστηκαν οίνοι Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης Λέσβος. Την ίδια χρονιά το οινοποιείο παρήγαγε το πρώτο ελληνικό πορτοκαλί κρασί και πρωτοπόρησε για άλλη μια φορά το 2012 παράγοντας το πρώτο βιολογικό κρασί της Ελλάδας σύμφωνα με τον τότε νεοσύστατο κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 203/2012 της Επιτροπής για το βιολογικό κρασί.

Έχοντας μια λαμπρή ιστορία πρωτιών, το βιολογικό οινοποιείο Μεθυμναίος φαίνεται να έχει ακόμη πιο λαμπρό μέλλον, με τις εξαγωγές να επεκτείνονται σε αρκετές επιπλέον χώρες ως πολύ πιθανό σενάριο για τα επόμενα χρόνια.

Θραυσμένος φαλλός από γκριζόχρωμο ηφαιστειακό πέτρωμα, σωζόμενου μήκους 0,31 μ. και μέγιστης διαμέτρου 0,155 μ., περισυλλεχθέν το 1959 από νεότερο αναλημματικό τοίχο που περιβάλλει αρχαίο οχυρό στη θέση «Πάνω Αμπέλια» ή «Κοιράνια» (Κοίρανος στον Όμηρο σημαίνει ηγεμόνας), 1 χλμ. δυτικά του οινοποιείου Μεθυμναίος. Αποτελεί ένα από τα τέσσερα παρόμοια αντικείμενα που έχουν βρεθεί ως τώρα στη δυτική Λέσβο. Το οχυρό χρονολογείται στην αρχαϊκή εποχή λόγω του τρόπου δόμησής του κατά τη «Λεσβία οικοδομία», μία περίτεχνη πολυγωνική τεχνική που χαρακτήριζε το νησί της Λέσβου την εποχή εκείνη.
Η χρονολόγηση του ευρήματος δεν είναι εύκολη. Η εύρεσή του κοντά στο αρχαϊκό οχυρό πιθανόν σημαίνει, ότι ανήκει στην αρχαϊκή περίοδο (7ος – 6ος αιώνας π.Χ). Εξίσου περίπλοκη είναι και η προσπάθεια ερμηνείας του. Στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους λίθινοι φαλλοί εντοπίζονται σε όλον τον ελληνικό κόσμο, έχοντας λατρευτική ή επιτύμβια χρήση. Όμως η εύρεσή του σε ανέπαφο αγροτικό τοπίο, η ύπαρξη του οχυρού, το οποίο χρησίμευε, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τη συνήθη χρήση των κατασκευών αυτών στη Λέσβο, και για τη φύλαξη πλούσιου αγροκτήματος, αλλά και η ηφαιστειογενής σύσταση του περιβάλλοντος εδάφους, παραπέμπουν αβίαστα σε πανάρχαια αμπελοκαλλιέργεια και, κατ’ επέκταση, στη χρήση του φαλλού στο πλαίσιο πρωτόγονης αγροτικής λατρείας του Διονύσου, θεού του οίνου. Ο θεός λατρευόταν στη Λέσβο ήδη από τον 16o-15o π.Χ. αιώνα, πολύ πριν τον ερχομό των Αιολέων στο νησί στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. Χαρακτηριστική είναι η λατρεία του Διονύσου στο ιερό του Μέσσου, μαζί με την Ήρα και τον Δία (Λεσβιακή Τριάδα), όπου ο πρώτος εκπροσωπούσε τους αυτόχθονες κατοίκους του νησιού, ενώ οι άλλες δύο θεότητες εκπροσωπούσαν τους Αχαιούς και μετέπειτα τους Αιολείς εποίκους.
Δρ. Ιωάννης Κουρτζέλλης, Αρχαιολόγος Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου